- ανέγκλητος
- -η, -ο (AM ἀνέγκλητος, -ον)αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογοςνεοελλ.(για πράξη) μη αξιόποινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνέγκλητος — without reproach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτως — ἀνέγκλητος without reproach adverbial ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητον — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc sg ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτοις — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτου — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτους — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτων — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκλήτῳ — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητα — ἀνέγκλητος without reproach neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγκλητοι — ἀνέγκλητος without reproach masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)